- παρέπεμψα
- παραπέμπωsend pastaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραπέμπω — παρέπεμψα, παραπέμφθηκα 1. (για άνθρωπο) στέλνω κάποιον σε αρμόδιο: Με παράπεμψαν στο Διευθυντή, για να μου δώσει υπεύθυνη απάντηση. 2. (για έγγραφα και υποθέσεις), διαβιβάζω, στέλνω: Η υπόθεση παραπέμφθηκε στο αρμόδιο γραφείο. 3. (για κείμενο,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραπέμπω — ΝΜΑ 1. στέλνω κάποιον κάπου 2. (για πολεμικά πλοία) συνοδεύω νηοπομπή εμπορικών πλοίων σε καιρό πολέμου για προστασία τους από εχθρικές επιθέσεις 3. (σχετικά με δικαστικές υποθέσεις) διαβιβάζω στις ανακριτικές αρχές, υποβάλλω στο δικαστήριο για… … Dictionary of Greek
παραπέμπω — παραπέμπω, παρέπεμψα βλ. πίν. 9 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής